Ο Γ.ΔΗΜΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΣ «Σύστημα εποπτείας, φύλαξης και προστασίας του περιβάλλοντος»

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΗΜΑΡΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Επί του Νομοσχεδίου: «Σύστημα εποπτείας, φύλαξης και προστασίας του περιβάλλοντος», 14-9-2016

 

ΘΕΜΑ: Την 10η και 16η Δεκεμβρίου 2015 συνεδρίασε η Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Προστασίας του Περιβάλλοντος με θέμα «Σύστημα εποπτείας, φύλαξης και προστασίας του περιβάλλοντος: Ποια η κατάσταση σήμερα; Υπάρχει η δυνατότητα μιας ενιαίας δομής προστασίας του περιβάλλοντος; Ποιες οι προϋποθέσεις γι’ αυτό;».

Η προστασία του περιβάλλοντος περιλαμβάνει τις πολιτικές που αφορούν την προστασία του φυσικού και υδάτινου περιβάλλοντος, την ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων, το σύστημα της περιβαλλοντικής διαχείρισης, τη διαχείριση των κινδύνων, τη δημόσια πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία, την παρακολούθηση της κατάστασης του περιβάλλοντος και πολλά ακόμη. Το περιβάλλον, προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρα 24 & 102) και μια σειρά  νομοθετημάτων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη δασική νομοθεσία, τη νομοθεσία για την βιοποικιλότητα, τις προστατευτικές διατάξεις για τις περιοχές με ειδικό καθεστώς προστασίας, την περιβαλλοντική αδειοδότηση κ.ο.κ.

Η ευθύνη για την προστασία του περιβάλλοντος, σήμερα διαχέεται στα διάφορα επίπεδα διοίκησης, όπως Υπουργεία, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, Περιφέρειες, Δήμους, Αστυνομικές, Λιμενικές και Πυροσβεστικές αρχές, ακόμη και σε ιδιωτικούς συλλόγους και Οργανισμούς. Κατά συνέπεια δημιουργείται σύγχυση και επικάλυψη αρμοδιοτήτων, αναποτελεσματικότητα, αργοπορία και κακός συντονισμός. Η ύπαρξη πιέσεων από οικονομικά κυρίως συμφέροντα, για μη εφαρμογή των νόμων ή για χαλαρή αντιμετώπισή τους, απαιτεί την θεσμική και νομική θωράκιση της διοίκησης και των υπηρεσιών της, για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Δυστυχώς δεν είναι σπάνιο να εμφανίζονται παρατυπίες, οι οποίες επισημαίνονται και στις εκθέσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.Ο περιγραφόμενος κατακερματισμός ευθυνών είναι το γενεσιουργό αίτιο για τα περισσότερα και πιο σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος.

Η περιβαλλοντική πολιτική χαράσσεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Στην πράξη όμως, εφαρμόζεται και ελέγχεται και από άλλους φορείς. Συνεπώς  υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του ΥΠΕΝ που έχει αρμοδιότητα για το σχεδιασμό, την εποπτεία, την επιθεώρηση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος σε κεντρικό επίπεδο και στις αρμόδιες αποκεντρωμένες υπηρεσίες που ανήκουν διοικητικά κυρίως στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και στο Υπουργείο Εσωτερικών. Επίσης, η ενσωμάτωση της προστασίας της βιοποικιλότητας στις τομεακές πολιτικές (σχεδιασμός έργων υποδομής, σχεδιασμός ανάπτυξης επενδύσεων, τουρισμός, εκπαίδευση κ.ά.)είναι ανεπαρκής, γεγονός που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί σε αντικρουόμενους  σχεδιασμούς και στην παραπομπή των υποθέσεων αυτών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ορισμένα από τα χρόνια προβλήματα που ταλανίζουν το φυσικό περιβάλλον είναι οι ανθρωπογενείς, κυρίως, πιέσεις που δέχονται οι διάφορες περιοχές από μια σειρά δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα (πχ. λήμματα από ελαιοτριβεία, κτηνοτροφικές μονάδες κλπ), του δευτερογενούς τομέα (πχ. εξορυκτικές δραστηριότητες) και του τριτογενούς τομέα (οικιστικές πιέσεις και τουριστική βιομηχανία).

Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η στάση των τοπικών κοινωνιών απέναντι στις περιβαλλοντικές παραβάσεις και στην προστασία του περιβάλλοντος ποικίλει. Η τοπική κοινωνία έχει αναδείξει περιβαλλοντικά προβλήματα και πιέζει την διοίκηση για την επίλυσή τους. Άλλες φορές πάλι κρατάει μια παθητική στάση, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκπορεύεται από την πεποίθηση ότι το φυσικό περιβάλλον δεν παρέχει πλούτο στις κοινωνίες. Η τάση αυτή ενισχύεται από την οικονομική κρίση. Εξάλλου η συγκάλυψη αυθαιρεσιών σε μικρές τοπικές κοινωνίες αποτελεί μιά διαδεδομένη κατάσταση.

Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται το ερώτημα για την ύπαρξη  μίας ενιαίας δομής εποπτείας, φύλαξης και προστασίας του περιβάλλοντος και ποιες προϋποθέσεις απαιτούνται για κάτι τέτοιο, ώστε να καταγραφούν κατευθύνσεις πολιτικής και προτάσεις για υλοποίηση προς τους αρμοδίους.

Στο πόρισμα που επεξεργαστήκαμε με τους συναδέλφους, αποτυπώνεται αναλυτικά η υφιστάμενη κατάσταση σε ότι αφορά:

  • τις προστατευόμενες περιοχές,

  • τα δάση και τις δασικές υπηρεσίες,

  • το υδάτινο-θαλάσσιο σύστημα και τον Εθνικό Σχεδιασμό Εκτάκτου Ανάγκης για την αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης από πετρέλαιο και άλλες επιβλαβείς ουσίες,

  • τα ζητήματα προστασίας της πανίδας και της λειτουργίας της θηροφυλακής καθώς και

  • τις αρμοδιότητες των αποκεντρωμένων διοικήσεων στο κομμάτι του περιβάλλοντος και των υδάτων.

     

Αποτυπώνεται επίσης η υφιστάμενη κατάσταση λειτουργίας αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν φορείς όπως:

  • το Σώμα Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων,

  • το Συντονιστικό Γραφείο για την Αντιμετώπιση της Περιβαλλοντικής Ζημιάς του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΣΥΓΑΠΕΖ) αλλά και

  • το Τμήμα Περιβάλλοντος της Ελληνικής Αστυνομίας.

Σε ότι αφορά τις προτάσεις για την ενίσχυση του συστήματος εποπτείας, φύλαξης και προστασίας του περιβάλλοντος, όπως ήδη αναφέρθηκε, θα πρέπει να υπάρξει ένα ενιαίο σώμα που θα έχει ως αρμοδιότητες τη φύλαξη τόσο των χερσαίων όσο και των υδάτινων οικοσυστημάτων.

Ειδικότερα για την φύλαξη του χερσαίου φυσικού περιβάλλοντος: Το ελληνικό κράτος διαθέτει ήδη έναν φορέα που εποπτεύει, φυλάσσει και προστατεύει το περιβάλλον κι αυτός είναι η Δασική Υπηρεσία. Ο θεσμοθετημένος, δομημένος και αποκεντρωμένος  αυτός μηχανισμός μπορεί να αποτελέσει κορμό για μια ενιαία δομή εποπτείας, φύλαξης και προστασίας του περιβάλλοντος. Η πρόταση αυτή αφορά μόνο στον τομέα της φύλαξης, που αποτελεί απλώς μέρος των δραστηριοτήτων της Δασικής Υπηρεσίας, η οποία θα συνεχίσει να επιτελεί τις υπόλοιπες υπηρεσιακές της λειτουργίες. Θα μπορούσε επομένως να υπάρξει, ένα σώμα φύλαξης της φύσης, που να ενσωματώνει την δασοφυλακή, την θηροφυλακή, τους φύλακες των προστατευόμενων περιοχών και την πρώην αγροφυλακή. Σε αυτή την δομή θα πρέπει να ενταχθεί και η εποπτεία, φύλαξη και προστασία των υδάτινων οικοσυστημάτων καθώς και η περιβαλλοντική επιθεώρηση.

Ειδικότερα για την προστασία των υδάτινων οικοσυστημάτων αποτελεί ζητούμενο η καλή υδατική διακυβέρνηση. Υπάρχει ήδη ο μηχανισμός του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής που δρα για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των ακτών καθώς και για την διαχείριση περιστατικών εκτάκτου ανάγκης. Από την άλλη, η Ειδική Γραμματεία Υδάτων λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, την αντιπλημμυρική προστασία, υλοποιεί το σχεδιασμό για περιπτώσεις ξηρασίας, εμπλέκεται στον καθαρισμό των λυμάτων και την επαναχρησιμοποίησή τους  κ.α. Για την επίτευξη του σκοπού της καλής υδατικής διακυβέρνησης θα πρέπει όμως να υπάρξει αντιστοίχιση ανάμεσα στις αποκεντρωμένες διοικητικές δομές διαχείρισης υδάτων και τα υδατικά διαμερίσματα. Μια ενιαία δομή προστασίας του περιβάλλοντος αφορά άμεσα και την προστασία της δημόσιας υγείας, γιατί ειδικά σε ότι αφορά το κομμάτι των υδάτων, υπολειπόμαστε σε ελέγχους στα επιφανειακά, στα υπόγεια νερά καθώς και στα παράκτια ύδατα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι έλεγχοι για την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης.

Σε ότι αφορά την περιβαλλοντική επιθεώρηση: αποτελεί άμεσο στόχο η εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ο έλεγχος της εφαρμογής, δηλαδή η φύλαξη, αλλά και η περιβαλλοντική επιθεώρηση. Πρόκειται για έναν τομέα που πρέπει άμεσα να ενισχυθεί. Οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος πρέπει να αναβαθμιστούν και να επιτελούν το κομβικό τους έργο, διατηρώντας την ανεξαρτησία τους.

Τα κλιμάκια ελέγχου ποιότητας περιβάλλοντος των περιφερειών, που επίσης επιτελούν πολύ σημαντική εργασία, σε συνδυασμό με τους Επιθεωρητές Περιβάλλοντος, θα πρέπει επίσης να αναβαθμιστούν.

Ερχόμαστε τώρα στα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να συγκεντρώνει μια ενιαία δομή προστασίας της φύσης, δηλαδή την αποκέντρωση, την κατάρτιση και την αστυνόμευση.

Η αποκέντρωση αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση, η οποία προβλέπεται και από τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 102.

Σε ότι αφορά την εκπαίδευση και την κατάρτιση, αυτές αφορούν την επιστημονική εξειδίκευση που πρέπει να έχει το προσωπικό της δομής αυτής και είναι αναγκαίες ώστε το σώμα φύλαξης και προστασίας της φύσης να είναι αποτελεσματικό, να εντοπίζει έγκαιρα τις παραβάσεις και να προχωράει στις προβλεπόμενες νόμιμες ενέργειες. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν οι γνωστικοί πόροι της διοίκησης για να εφαρμόσει και να προωθήσει την περιβαλλοντική νομοθεσία, να ενισχυθούν οι δομές για τη συνεργασία με Επιστημονικά Ιδρύματα της χώρας, Πανεπιστήμια, Ερευνητικά Ιδρύματα καθώς και να δημιουργηθούν ομάδες εμπειρογνωμόνων, επί συγκεκριμένων αντικειμένων. Είναι ακόμα σημαντική η διατήρηση επαφής και δημιουργίας κοινών ομάδων εργασίας από άτομα με όμοια εκπαίδευση, από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Αναφορικά με την αστυνόμευση, ανεξάρτητα από τη διοικητική τοποθέτηση της δομής αυτής, το προσωπικό της θα πρέπει να είναι καταρτισμένο και εξοπλισμένο. Ο ενιαίος φορέας θα πρέπει λειτουργεί όλο το 24ωρο με βάρδιες και με επικεφαλής βάρδιας, δηλαδή κατά τα πρότυπα της Ελληνικής Αστυνομίας. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει μια σειρά από συγκεκριμένες προβλέψεις οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά στο πόρισμα.

Ειδικότερες προτάσεις που αφορούν στην προστασία και ανάπτυξη του φυσικού περιβάλλοντος:

  • Ολοκλήρωση του δικτύου NATURA 2000.

  • Θεσμοθέτηση εθνικού σχεδιασμού για το σύστημα διαχείρισης και διοίκησης των ΠΠ.

  • Ολοκλήρωση θεσμικής κατοχύρωσης της προστασίας των περιοχών Natura 2000 (έκδοση προστατευτικών διατάξεων, σχέδια διαχείρισης κλπ).

  • Ενσωμάτωση της προστασίας της βιοποικιλότητας στις τομεακές πολιτικές, ώστε να επιτευχθεί καλύτερη απορρόφηση πόρων, να αυξηθεί η εθνική χρηματοδότηση, να μειωθεί η αστάθεια στην χρηματοδοτική ροή και η γραφειοκρατία.

Εφόσον η δασική υπηρεσία μπορεί να αποτελέσει κορμό ενός ενιαίου συστήματος φύλαξης του χερσαίου φυσικού περιβάλλοντος, είναι σημαντικό να γίνουν τα παρακάτω βήματα:

  • Ενιαία, κωδικοποιημένη, εύχρηστη δασική νομοθεσία, με σαφείς και ορισμένες διατάξεις και όχι διασκορπισμένη και κατακερματισμένη σε άσχετους νόμους.

  • Κύρωση και ανάρτηση των δασικών χαρτών, οι οποίοι θα άρουν οποιαδήποτε αμφισβήτηση για το χαρακτήρα μιας έκτασης και θα επιτρέψουν στους υπαλλήλους των δασικών υπηρεσιών να ασχοληθούν με την πραγματική διαχείριση και προστασία των δασικών οικοσυστημάτων.

  • Εκσυγχρονισμός της παραγωγικής διαδικασίας με αλλαγή και επικαιροποίηση του πλαισίου διαχείρισης δασών και εισαγωγή στόχων δασικής πολιτικής, που θα ενισχύσουν τον πολυλειτουργικό χαρακτήρα των δασών.

  • Επαναφορά στην Δασική Υπηρεσία αντικειμένων που απομακρύνθηκαν τα τελευταία χρόνια.

  • Ενιαία και κάθετη  δομή των δασικών υπηρεσιών.

  • Ενδυνάμωση των υφιστάμενων Δασονομείων, τα οποία αποτελούν την πρώτη και μικρότερη οργανική μονάδα που ασκεί προστασία.

  • Συνεχής εκπαίδευση του προσωπικού.

Για μία ενιαία δομή φύλαξης της φύσης, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η διεπιστημονική στελέχωσή της, η ικανή χρηματοδότηση από την Πολιτεία και η εξασφάλιση του αναγκαίου και σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού εποπτείας.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η περιβαλλοντική πολιτική που διαμορφώνεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα πρέπει να εφαρμόζεται από τις περιφερειακές υπηρεσίες και δομές. Ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρχει ένας ευέλικτος, γρήγορος και αποτελεσματικός τρόπος επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων επιπέδων της διοίκησης, ώστε να επιτυγχάνεται σε πραγματικό χρόνο η περιβαλλοντική προστασία και η εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής. Είναι επίσης ζητούμενο η ενιαία δασική υπηρεσία, καθώς και ο συντονισμός των υπηρεσιών υδάτων με την ΕΓΥ κ.ο.κ.

Ο κάθε νόμος και η όποια νέα διοικητική αλλαγή, για να μπορέσει να προσεγγίσει την πράξη και να εφαρμοστεί, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πλήρης και για αυτό τα εργαλεία που έχει ανάγκη είναι οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις, τα προεδρικά διατάγματα ή άλλη δευτερογενής νομοθεσία. Χωρίς αυτά η Διοίκηση δεν μπορεί να λειτουργήσει και ο όποιος σχεδιασμός παραμένει στα χαρτιά.

Ειδικότερα μπορούμε να αναφέρουμε ως παράδειγμα τη μη ύπαρξη υπουργικών αποφάσεων για το θέμα των ελέγχων που εκπορεύονται από τον ν.1650/86, γεγονός που έχει ακινητοποιήσει τον ελεγκτικό μηχανισμό των αποκεντρωμένων διοικήσεων.

Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα πρέπει να ενεργοποιήσει πλήρως το άρθρο 20, του νόμου 4014, για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις και να εντάξει σε αυτά και τα περιβαλλοντικά έργα της κατηγορίας Α2, γιατί αυτή τη στιγμή αυτό απουσιάζει και έχει ενεργοποιηθεί μόνο για τις κατηγορίες που αδειοδοτεί το ίδιο το Υπουργείο.

Θα πρέπει επίσης να καθοριστεί αντικειμενικό σύστημα  υπολογισμού προστίμων για τους παραβάτες. Η απουσία αυτού έχει ως αποτέλεσμα η διαδικασία επιβολής προστίμων  να γίνεται αυθαίρετα. Το  βασικότερο είναι, ότι δεν υπάρχει σύστημα ποσοτικής και ποιοτικής μέτρησης της αξιολόγησης της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Απουσιάζει δηλαδή, μια κλίμακα που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς αλλά ταυτόχρονα μπορεί να εκφράσει και ένα όραμα για το πως θέλουμε να βελτιωθεί το περιβάλλον και με ποσοτικά στοιχεία.

Το ζήτημα της αποκατάστασης περιοχών ρυπασμένων από επικίνδυνα απόβλητα και η πολιτική της απορρύπανσης είναι ουσιαστικά στοιχεία της περιβαλλοντικής προστασίας. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η επιβολή προστίμων και κυρώσεων, αλλά ένας άλλος τρόπος εμπλοκής των ρυπαντών, των φορέων του δημοσίου και των τοπικών κοινωνιών, σε ένα σχέδιο απορρύπανσης περιοχών. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν η θεσμοθέτηση ανώτατων παραμετρικών τιμών για ρύπους και επικίνδυνες ουσίες στο υπόγειο, επιφανειακό και παράκτιο νερό και έδαφος. Το θεσμικό πλαίσιο πρέπει να βελτιωθεί και να συμπληρωθεί για να είναι δυνατή η περιβαλλοντική προστασία από την βιομηχανική δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση πάντως βασική προϋπόθεση για τον περιορισμό της ρύπανσης, είναι η εξάλειψη της άναρχης ανάπτυξης ρυπογόνων ή μη δραστηριοτήτων, η δημιουργία οργανωμένων υποδοχέων για την ανάπτυξη αυτών, σε συνδυασμό με την εξυγίανση των ήδη υφιστάμενων άτυπων συγκεντρώσεων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί διαχρονική πρόκληση. Ο πρωταρχικός στόχος σε αυτή την κατεύθυνση είναι η αναγνώριση του προβλήματος, η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και η αλλαγή της συμπεριφοράς και της νοοτροπίας μέσα από τη συμμετοχή, προκειμένου να προκύψει ένας συνολικότερος κοινωνικός μετασχηματισμός. Η ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και συμμετοχή των πολιτών είναι απαραίτητο να αυξηθεί προκειμένου για να έχουμε την ευρύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση στην προστασία και διαχείριση του φυσικού πλούτου.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι δομές που δημιουργούνται για την εποπτεία, φύλαξη και προστασία του περιβάλλοντος θα πρέπει να ακολουθούν τη δυναμική της φύσης. Η φύση δεν υπόκειται σε διοικητικές διαιρέσεις.

Για να είναι αποτελεσματική η όποια δομή, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με την προστασία του περιβάλλοντος, την αειφορία και τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων. Υπό αυτό το πρίσμα η χωροταξική πολιτική και η πολιτική ανάπτυξης των επενδύσεων στον χώρο θα πρέπει να συμπορεύονται με την περιβαλλοντική πολιτική.

Επειδή παρατηρείται πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων, που συχνά οδηγεί σε επί της ουσίας κενό αρμοδιοτήτων και μη προστασία στην πράξη, μια ενιαία δομή φύλαξης και προστασίας του περιβάλλοντος είναι αναγκαία. Θα πρέπει όμως να αξιοποιηθούν οι ήδη υφιστάμενες δομές και η εμπειρία που έχουν αποκομίσει. Ακόμα, είναι σημαντικό να διερευνηθεί η μέθοδος συγκρότησης αυτής της δομής, οι στόχοι που θα εξυπηρετήσει και να εξασφαλιστεί ότι θα είναι μια σύγχρονη δομή με διεπιστημονικά καταρτισμένο προσωπικό, αποκεντρωμένη βάσει της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 102.  Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, θα καταστεί δυνατό η νέα δομή να απλοποιήσει την διαδικασία προστασίας της φύσης τόσο για τον πολίτη όσο και για την διοίκηση και θα μπορέσει να δράσει ανεξάρτητα και αποτελεσματικά για την καταπολέμηση του περιβαλλοντικού εγκλήματος.