Κλιματική αλλαγή, απειλή για τον πλανήτη

Δημοσιεύτηκε στις 25.11.2015 στην Εφημερίδα των Συντακτών

www.efsyn.gr

του Γιώργου Δημαρά*

Από τις 30.11.2015 έως τις 11.12.2015 η Γαλλία θα φιλοξενήσει στο Παρίσι και θα προεδρεύσει της 21ης Συνόδου της Διάσκεψης των Μερών της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP21). Αποτελεί το μεγαλύτερο διπλωματικό γεγονός που έχει ποτέ φιλοξενήσει η Γαλλία και μία από τις μεγαλύτερες Διασκέψεις για το Κλίμα που έχουν οργανωθεί έως σήμερα.

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πλέον αδιαμφισβήτητες και ορατές. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση αξιολόγησης (5AR) της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPPC) τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι, από τα μέσα του 20ού αιώνα και ύστερα, η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι η κυρίαρχη αιτία της αλλαγής του κλίματος. Εκτιμάται ότι, χωρίς σημαντική παγκόσμια δράση για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η παγκόσμια μέση θερμοκρασία ενδέχεται να είναι έως και 5 °C υψηλότερη σε σχέση με τον προηγούμενο αιώνα.

Η COP21 αποτελεί μια κρίσιμη Διάσκεψη που θα οριστικοποιήσει τους νέους στόχους για τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου που θα αντικαταστήσουν τους στόχους που έθετε το Πρωτόκολλο του Κιότο. Στόχος είναι να επιτευχθεί για πρώτη φορά μια παγκόσμια, νομικά δεσμευτική συμφωνία που θα επιτρέψει να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η αλλαγή του Κλίματος με την ενίσχυση της μετάβασης προς κοινωνίες και οικονομίες με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.

Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει η συμφωνία να επικεντρωθεί τόσο στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προκειμένου να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη κάτω από τους 2 °C σε σύγκριση με τα επίπεδα της προ-βιομηχανικής εποχής (περ. 1850).

Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος των 2 °C, εκτιμάται ότι από το 2015 και ύστερα θα πρέπει οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να μειώνονται ετησίως κατά 6%. Η συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ το 2020 και θα πρέπει να είναι βιώσιμη και να επιτρέψει μακροπρόθεσμες αλλαγές.

Επιπλέον, κάθε χώρα οφείλει να συνεισφέρει, δίνοντας στη δημοσιότητα τη δική της συμβολή σε εθνικό επίπεδο (Εθνικά Επιλεγμένες Συνεισφορές), το συντομότερο δυνατό, και πριν από την πραγματοποίηση της Διάσκεψης. Αυτή η πρακτική αποτελεί μια νέα εξέλιξη στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το Κλίμα.

Ενας άλλος βασικός στόχος της COP21 είναι, από το 2020, η κινητοποίηση 100 δισ. δολαρίων ετησίως από τις αναπτυγμένες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, από δημόσιες και ιδιωτικές πηγές. Μερικά από αυτά τα κεφάλαια θα περάσουν μέσα από το Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα. Γενικότερα, η Διάσκεψη θα πρέπει να καθοδηγήσει τους εμπλεκόμενους οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς παράγοντες προς τον αναπροσανατολισμό των επενδύσεών τους, προκειμένου να ξεκινήσει η μετάβαση σε οικονομίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα.

Στην Ελλάδα η συζήτηση γύρω από την κλιματική αλλαγή είναι περιορισμένη, λόγω της βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που περιορίζει τον διάλογο για θέματα όπως η ποιότητα ζωής. Αυτό είναι λάθος και οι Οικολόγοι Πράσινοι δεν ξεχνάμε να το αναδεικνύουμε.

Δεν ξεχνάμε ποτέ ότι οικονομία και οικολογία δεν είναι ούτε ανταγωνιστικές έννοιες ούτε άσχετες μεταξύ τους. Το κόστος από την κλιματική αλλαγή θα είναι τεράστιο για τη χώρα μας. Τεράστιες εκτάσεις θα ερημοποιηθούν, άλλες εκτάσεις θα βυθιστούν.

Παράλληλα η «πράσινη οικονομία» είναι μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα μας. Αρκεί να θυμηθούμε το ελληνικό success story με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες τη δεκαετία του 1980 που δημιούργησε έναν δυναμικό παραγωγικό κλάδο ενώ ταυτόχρονα εξοικονόμησε ενέργεια και πόρους για τα νοικοκυριά!

Τις τελευταίες μέρες στο ελληνικό Κοινοβούλιο υπάρχει μια κινητικότητα σχετικά με το θέμα. Στις 6.11 συζητήθηκε επίκαιρη ερώτηση σχετικά με τις ελληνικές θέσεις για τη διάσκεψη για το κλίμα και απαντήθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Περιβάλλοντος, Γιάννη Τσιρώνη.

Στη συνέχεια η επιτροπή περιβάλλοντος και η επιτροπή παραγωγής και εμπορίου συζήτησαν το θέμα ενώ είχε προηγηθεί η υιοθέτηση της ευρωπαϊκής οδηγίας για την εξοικονόμηση ενέργειας.

Κάτι γίνεται, όμως, και η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην πολιτική για την κλιματική αλλαγή. Είναι στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. στη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (μόνο 3,2%, έκτη χειρότερη επίδοση).

Ολοι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η μείωση οφείλεται στη μείωση κατανάλωσης λόγω οικονομικής κρίσης και όχι λόγω εφαρμογής πολιτικών. Εξάλλου η εμμονή όλων των κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής, στην προώθηση νέων λιγνιτικών μονάδων είναι σε αντίθετη κατεύθυνση. Η σωστή λύση είναι να διατεθούν πόροι και απλές διαδικασίες για την ενεργειακή εξοικονόμηση σε κτίρια και μεταφορές και την παράλληλη ανάπτυξη των ΑΠΕ.

* βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-Οικολόγων Πράσινων