Λουκάς Στάθης, Ηλεκτρολόγος- Ενεργειακός Μηχανικός
Σινιγάλιας Ιωσήφ, Μηχανολόγος Μηχανικός
Δημαράς Γιώργος, βουλευτής Β΄ Αθήνας ΣΥΡΙΖΑ, από τους Οικολόγους-Πράσινους
Φίλης Νίκος, βουλευτής Α΄ Αθήνας και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ στις 2.4.2018
Η διαδικασία επικύρωσης από τη Βουλή των τεσσάρων νέων συμβάσεων για την παραχώρηση του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή του Ιονίου (προβλέπονται 20 συνολικά χερσαίες και θαλάσσιες ζώνες), έχει προκαλέσει δικαιολογημένα, την αναζωπύρωση της συζήτησης για το αναπτυξιακό μοντέλο που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Η συζήτηση αφορά ειδικότερα, το νέο ενεργειακό πρότυπο και το σεβασμό των δεσμεύσεων της Ελλάδας, τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στο πλαίσιο των διεθνών συμφωνιών για την κλιματική αλλαγή, COP 21 και 22. Δεσμεύσεις κεφαλαιώδους σημασίας, αφού βασίζονται στην παραδοχή ότι οι κοινωνίες μας με το υφιστάμενο παραγωγικό και κοινωνικοοικονομικό μοντέλο, έχουν πλέον φτάσει στην υπέρβαση των ορίων αντοχής του παγκόσμιου οικοσυστήματος.
Το βασικό ζητούμενο στις σημερινές συνθήκες και τις προβλεπόμενες καταστάσεις κρίσεων και καταρρεύσεων είναι:
- Η οικοδόμηση μιας οικονομίας που δεν καταρρέει σε διεθνείς και περιφερειακές αναταράξεις και είναι συμβατή με τη γενική βιωσιμότητα του πλανήτη και του τόπου.
- Η οικονομία και η οργάνωση της κοινωνίας να εξασφαλίζουν αρμονική συμβίωση με δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, δημοκρατία και ελευθερία.
Το νέο καθοριστικό στοιχείο είναι ότι η παραγωγική διαδικασία, θα πρέπει να συνδέεται άρρηκτα με την κοινωνική οργάνωση, την ικανοποίηση του αιτήματος για δικαίωμα στην εργασία και τη διασφάλιση της συμβατότητας με το οικολογικό πρόταγμα. Η κλιμακούμενη κλιματική αλλαγή, με τις καταστροφικές συνέπειές της, πρέπει να καταστεί αφορμή για επαναχάραξη και υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου οικονομικής δραστηριότητας. Ενός μοντέλου που θα χαρακτηρίζει όχι μόνο η αρμονική συμβίωση, αλλά και η συμβατότητα της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας με τους κανόνες που χαρακτηρίζουν στο σύνολό του το οικοσύστημα μέσα στο οποίο ζούμε.
Η Ναόμι Κλάιν θεωρεί την υπόθεση της κλιματικής αλλαγής αφορμή για την ανάδειξη της νέας ταξικής διάκρισης, στο μέτρο που η ανάλυση κόστους-οφέλους επί της αξίας της ανθρώπινης ζωής, οδηγεί και πάλι στο να πλήττονται οι αδύναμοι και οι οικονομικά ανίσχυροι. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι οι φυσικές καταστροφές συμβαίνουν με μεγαλύτερη ένταση στις υποβαθμισμένες και απροστάτευτες περιοχές: Νέα Ορλεάνη, Πόρτο Ρίκο, Αίγυπτος, Μπαγκλαντές, Μάνδρα Αττικής κλπ. Υπεισέρχεται έτσι η ανάγκη να θέτουμε το ζήτημα της οικολογικής προστασίας ως πρωταρχική αξία, ως συγκρουσιακή αιχμή απέναντι σε εδραιωμένα συμφέροντα, «χρωματίζοντας» ιδεολογικά και πολιτικά την επιδιωκόμενη αντιμετώπιση, προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.
Η Αριστερά δεν μπορεί να υπεκφεύγει με σαθρούς οικονομικούς και επικοινωνιακούς τακτικισμούς. Αντίθετα, οφείλει να αναλάβει την ευθύνη και να υιοθετήσει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες σε κάθε πεδίο, κατευθύνοντας την ανάπτυξη μέσα από μια ισχυρή και συγκροτημένη πολιτική για την εξοικονόμηση ενέργειας (κτήρια, μεταφορές, παραγωγική διαδικασία) και μια διευρυμένη χρήση των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών (ΑΠΕ).
Δυστυχώς, σήμερα, μια αριστερή κυβέρνηση συμβάλλει στην νομιμοποίηση του παρωχημένου ενεργειακού μοντέλου της εξόρυξης υδρογονανθράκων. Προσχωρεί έτσι, σε βλαπτικές για το περιβάλλον και τα οικοσυστήματα πολιτικές, αντί να αναλάβει εμβληματικές πρωτοβουλίες για την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου, γεγονός που καθίσταται αναπόφευκτα αντικείμενο αμφισβήτησης και κριτικής. Η υιοθέτηση, εκ μέρους της, επιχειρημάτων περί ρεαλισμού και δεσμεύσεων, την εκθέτουν και την εγκλωβίζουν σε πεδία και αντιλήψεις ξένες προς την πολιτική της βιωσιμότητας με την ευρεία έννοια. Παρόμοια επιχειρήματα άλλωστε, χρησιμοποιούν, ακόμα και σήμερα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, κόμματα που με τις επιλογές τους οδήγησαν στο αδιέξοδο ενεργειακό μοντέλο που ακολουθεί η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις για τα αποθέματα υδρογονανθράκων στο Ιόνιο και όχι μόνο, επέτρεψαν στους εμπλεκόμενους «ζηλωτές του μαζούτ» να προπαγανδίσουν μια αληθινή κοσμογονία με πληθώρα θέσεων εργασίας, οικονομικά οφέλη για το κράτος και τις τοπικές κοινωνίες, υποβαθμίζοντας με σκανδαλώδη τρόπο και με παιδαριώδη επιχειρήματα τούς περιβαλλοντολογικούς κινδύνους και τις αρνητικές επιπτώσεις σε υφιστάμενες οικονομικές δραστηριότητες στην περιοχή. Όλα τα στοιχεία δείχνουν πλέον ότι διεθνώς, οι δημιουργούμενες νέες θέσεις εργασίας στις ΑΠΕ τείνουν να ξεπεράσουν τις αντίστοιχες στην εξόρυξη και εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων, οι οποίες βαίνουν σταθερά μειούμενες, ενώ, μεγάλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί (π.χ. GENERALI) επιλέγουν σταδιακά να αποδεσμευτούν από επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα και στρέφονται στις ΑΠΕ. Αγνοώντας αυτές τις εξελίξεις, από τη μεριά των υπέρμαχων των εξορύξεων έχουν ακουστεί απιθανότητες τύπου Σώρρα περί δήθεν επίλυσης του χρέους και του συνταξιοδοτικού για τις επερχόμενες γενεές, από τα «αμύθητα» έσοδα των πετρελαίων! Κι αυτό, την ώρα που στην πετρελαιοπαραγωγό Νορβηγία η τράπεζα NorgenBank συμβουλεύει την Νορβηγική Κυβέρνηση να σταματήσει να υπολογίζει τα πετρελαϊκά περιουσιακά στοιχεία στο Ταμείο των Συντάξεων. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κανένας έγκυρος υπολογισμός για τα πραγματικά αποθέματα στο βυθό των ελληνικών θαλασσών. Φημολογείται ένα απόθεμα 240-270 εκατ. βαρελιών, το οποίο θα αποφέρει 300 εκ. κάθε χρόνο επί μια δεκαετία, δηλαδή, ένα ποσό ασήμαντο μπροστά στις οικολογικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρουν οι εξορύξεις, αλλά και στη συνεπακόλουθη μείωση των έσοδων του τουρισμού στις περιοχές αυτές.
Στην περιοχή του Ιονίου παράγεται το 11,8% του εθνικού τουριστικού εισοδήματος (1,6 δις), που κινδυνεύει να επηρεαστεί όχι μόνο από ένα πιθανό ατύχημα, αλλά και από την ίδια την παρουσία των εξεδρών εξόρυξης. Η Κροατία, αντίθετα, ακύρωσε 23 παραχωρήσεις οικοπέδων για θαλάσσιες έρευνες υδρογονανθράκων, αντιλαμβανομένη ότι το τουριστικό εισόδημα και η αλιεία κινδύνευε σοβαρά από τις εξορύξεις πετρελαίου, ενώ, η Ιταλία, με δημοψήφισμα, απαγόρευσε νέες εξορύξεις σε απόσταση 22 χιλιόμετρων από την ακτογραμμή και η Γαλλία απαγόρευσε το σύνολο των εξορύξεων στην επικράτειά της. Εμείς, αντίθετα, φιλοδοξούμε να στήσουμε πλατφόρμες εξόρυξης έξω από το Κατάκολο και αντίκρυ στην Ολυμπία!
Στις παραλίες, καθώς και στην ενδοχώρα του Ιονίου πελάγους, οριοθετούνται 102 από τις συνολικά 409 περιοχές Natura που υπάρχουν στην Ελλάδα (πρόσφατα προστέθηκαν και άλλες περιοχές NATURA στο Ιόνιο) . Η προστασία τους δεν διευκολύνεται βέβαια με τη δραστηριότητα έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων. Στο ίδιο πλαίσιο, αγνοούνται ή αποσιωπούνται οι επιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου-Αιτωλικού, στις παραγωγικές δραστηριότητες και στην απασχόληση της περιοχής, αν προχωρήσει η σχεδιαζόμενη εγκατάσταση αεριοποίησηsGNL (υγροποιημένου φυσικού αερίου) στον Πατραϊκό κόλπο, με δεδομένο, ότι, το 80% των ψαριών που εισέρχονται στη λιμνοθάλασσα, προέρχονται από τον Πατραϊκό.
Η περιοχή του Ιονίου ( Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Λευκάδα) είναι η πιο σεισμογενής περιοχή της Ευρώπης, τούτο αυξάνει τους κινδύνους για την περιοχή.
Η αντίθεση στις εξορύξεις γίνεται από την σκοπιά ενός εναλλακτικού ενεργειακού μοντέλου, που δεν θα στηρίζεται στα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα. Η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια προφανή αντίφαση. Προωθεί νομοσχέδια και μέτρα με θετικό οικολογικό πρόσημο (ενεργειακές κοινότητες, ανακύκλωση, το πρόγραμμα εξοικονόμησης κατ’ οίκον κ.α.), που, όμως, δεν αντιστρέφουν την στρατηγική επιλογή της να καταστήσει τη χώρα ενεργειακό κόμβο υδρογονανθράκων. Η Μεσόγειος Θάλασσα, αν και καταλαμβάνει μόλις το 0,8% της επιφάνειας των ωκεανών, φιλοξενεί το 25% της διακίνησης της παγκόσμιας παραγωγής ετησίως, ενώ μόνο από δραστηριότητες ρουτίνας, τα ύδατά της ρυπαίνονται από 150 χιλ. τόνους αργού πετρελαίου.
Τριάντα δύο χρόνια μας χωρίζουν από το 2050, οπότε, θα πρέπει να έχει μειωθεί η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, κυρίως άνθρακα και πετρελαίου κατά 80%. Σε λιγότερο από 32 χρόνια, δηλαδή, από αύριο, πρέπει να ανατρέψουμε το ενεργειακό μας πρότυπο. Πολύ δύσκολο, όταν στους πρότερους και τωρινούς διαχειριστές της ενέργειας χρειάστηκαν πάνω από 20 χρόνια για να κατανοήσουν ότι η «ενεργειακή αλλαγή» τούς χτυπούσε την πόρτα. Συνέπεια αυτού αποτελεί και η κρίση της ΔΕΗ. Συνεπώς, η κυβέρνηση και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει άμεσα να δει τις ευθύνες του και να αλλάξει την πολιτική του, αλλιώς, είναι βέβαιο ότι πολύ σύντομα, κι όχι το 2050, θα υποχρεωθεί να κριτικάρει πολύ έντονα τις σημερινές επιλογές του.
Με μια τέτοια κεντρική πολιτική, παρά το γεγονός ότι το ενεργειακό δυναμικό της Ελλάδας (ηλιακό, αιολικό, γεωθερμικό, κλπ.) είναι ικανό σε βάθος χρόνου να φέρει επάρκεια στη χώρα, οι επενδύσεις προσανατολίζονται σε τομείς που επιβαρύνουν το κλίμα και το περιβάλλον. Το παραγωγικό σχέδιο ανάπτυξης μιας αριστερής κυβέρνησης πρέπει να έχει άλλο προσανατολισμό από αυτόν που επιβάλει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, που οδηγεί σε καταστροφή και τις κοινωνίες και τον πλανήτη.
Η αριστερά συνεργαζόμενη με την πολιτική οικολογία πρέπει να παρουσιάσει ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής που οδηγεί σε δίκαιη κοινωνία αλλά και σε ένα άλλο υπόδειγμα ζωής του ανθρώπου που δεν σπαταλά αλόγιστα τους φυσικούς πόρους.