του Γιώργου Δημαρά
Δημοσιεύτηκε στο www.insider.gr
Το ζήτημα των μισθωμάτων που καταβάλλει το δημόσιο για ακίνητα που στεγάζουν υπηρεσίες του αποτελεί μια διαχρονική «μαύρη τρύπα», που έχει επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με υπέρογκα ποσά. Ανάλογα φαινόμενα διαπίστωσα και στην Περιφέρεια Αττικής, όταν την περίοδο 2010- 2014 ήμουν περιφερειακός σύμβουλος. Υπήρχαν μισθωμένα κτήρια με μίσθωμα πάνω από τριπλάσιο των μισθωμάτων της αγοράς. Όπως έχω τονίσει επανειλημμένα σε παρεμβάσεις μου στη Βουλή, εάν υπήρχε στοιχειώδες ενδιαφέρον για τα χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων από εκείνους που κυβερνούσαν επί δεκαετίες τη χώρα, θα είχαμε οικονομία δεκάδων εκατομμυρίων κάθε χρόνο.
Απαντώντας σε σχετική ερώτησή μου το Μάρτιο του 2015, το Υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε πολυσέλιδο πίνακα ακινήτων που μισθώνει το δημόσιο για να στεγάσει υπηρεσίες του, με αναλυτικά στοιχεία για το ύψος των μισθωμάτων, τη διάρκεια των συμβάσεων κ.λ.π. Από τη μελέτη των στοιχείων διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μισθώματα που καταβάλλει το Δημόσιο, παρά τις διαδοχικές μειώσεις που έλαβαν χώρα με οριζόντιο τρόπο από προηγούμενες κυβερνήσεις (20% το 2011 με το ν.4002 και περαιτέρω 10-25% το 2012 με το ν.4081), παραμένουν σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Δυστυχώς, εάν κρίνουμε από το ύψος των μισθωμάτων που πλήρωνε το ελληνικό δημόσιο για τις μισθώσεις αυτές, δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία των διαγωνισμών και τα κριτήρια με βάση τα οποία επελέγησαν τα συγκεκριμένα ακίνητα. Αναφερόμαστε στο σύνολο σχεδόν του δημόσιου τομέα, δηλαδή σε κτήρια που φιλοξενούν Υπουργεία, υπηρεσίες της Βουλής, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ που υπάγονται στο δημόσιο τομέα.
Σε απάντηση του Υπουργείου Οικονομικών σε νεώτερη ερώτηση που κατέθεσα για το ίδιο θέμα επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις η αντικειμενική αξία των ακινήτων δεν υπεισέρχεται ως κριτήριο για τη μίσθωσή τους από το Δημόσιο. Το ζήτημα επομένως είναι να αλλάξουμε τις ισχύουσες διατάξεις και να διαμορφώσουμε συγκεκριμένα ανώτατα όρια στα μισθώματα των ακινήτων αυτών, προκειμένου να μην επαναλαμβάνονται αντίστοιχα φαινόμενα σε βάρος του δημοσίου. Το ανώτατο όριο θα μπορούσε να συνδέεται με την "αντικειμενική" αξία του ακινήτου και να προσδιορίζεται ως ένα ποσοστό ετήσιας απόδοσης( π.χ. 4.5%). Πιο συγκεκριμένα, έστω για παράδειγμα ότι ορίζαμε το ανώτατο αυτό ύψος μισθώματος σε ετήσια βάση, σε ποσοστό 4,5% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Στην περίπτωση αυτή εάν το ακίνητο που ενδιαφέρεται να μισθώσει το δημόσιο έχει αντικειμενική αξία 3.000.000 €, το ανώτατο ετήσιο μίσθωμα που θα μπορεί να καταβάλλει θα είναι 135.000 € (περίπου 11.250 € το μήνα). Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί σημαντική εξοικονόμηση πόρων για το δημόσιο και θα εξαλειφθούν παλαιότερα φαινόμενα μίσθωσης κτηρίων με μισθώματα που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ήδη οι αρμόδιες ειδικές υπηρεσίες επεξεργάζονται τις αντικειμενικές τιμές προκειμένου αυτές να προσεγγίσουν τις εμπορικές, εκτιμώ ότι η παραπάνω πρόταση είναι δίκαιη και θα μπορούσε να αποφέρει σημαντική εξοικονόμηση στις δαπάνες του δημοσίου.
Εκτός από την παραπάνω, αναγκαία κατά την άποψή μου πρόταση, είναι επίσης επιβεβλημένο το δημόσιο να προχωρήσει άμεσα σε επανεξέταση όλων των ασύμφορων συμβάσεων, στη διεξαγωγή νέων «καθαρών» διαγωνισμών με αντικειμενικά κριτήρια, καθώς και στην υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για την αξιοποίηση όλων των αναξιοποίητων κτηρίων του δημοσίου.
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή